* Studio Enigma. The Classic 80's Italo Disco/Euro Disco/Synth Pop Web Radio *

15 Δεκεμβρίου 2023

Thomas Bainas - Vosporos (2023)

"Vosporos"
Music, Synths, Arranged, Programmed and Produced by Thomas Bainas (December 2023). 

14 Μαρτίου 2023

Thomas Bainas "Όταν έρχεται ο ξένος (When the stranger comes)"

"Όταν έρχεται ο ξένος 
(When the stranger comes)". 
Poem and Voice by Greek Poet Giannis Ritsos.
Music, Synthesizers, Computers, Arranged, Programmed and Produced by Thomas Bainas. 
Greece September 2020.









"Όταν έρχεται ο ξένος" (Ποίηση/Απαγγελία Γιάννης Ρίτσος. Μουσική Θωμάς Βαϊνάς)



 
"When the Stranger Comes" (the instrumental version. Music by Thomas Bainas)
 


 
part1 "Passing Clouds"



part 2 "Noon"



part3 "Raindrops"



part4 "Circular Winds"



part5 "Bees and Butterflies"



part6 "Shapes in the Rain"



part7 "Skies (ουρανοί)"



part8 "Hazy Shades"



part9 "Leaves in the Wind"



part10 "Sunny Days"



part11 "Moonlight"



part12 "Sun Setting"



part13 "Dusty Streets"



- - - -Τὴν ὥρα ποὺ μέναμε κλεισμένοι στὴ μεγάλη κάμαρα μὲ τοὺς σκεπασμένους καθρέφτες / ἦρθε Ἐκεῖνος, ἀκάλεστος, ξένος – τί ζητοῦσε; / Ἐμεῖς δέ θέλαμε νὰ δοῦμε, ν' ἀκούσουμε, νὰ τὸν ἀναγνωρίσουμε. / Τὸ σκονισμένο του ροῦχο ἐλεητικό – δέ ζητούσαμε ἐμεῖς εὐσπλαχνία –, / τὰ λυωμένα παπούτσια του ἀπαιτοῦσαν συμπάθεια – δέν εἴχαμε ἐμεῖς νὰ δώσουμε τίποτα –, / ξένος, ἀκάλεστος, ἀμέτοχος στὴ λύπη μας, / ἦρθε νὰ λυπηθῇ ἐμᾶς. Πίσω ἀπ' τὰ σκονισμένα γένεια του / τρεμόφεγγαν τ' ἀστέρια τοῦ χαμόγελου / μὲ αὐτή τὴν αὐταρέσκεια τῆς ἐπιείκειας, μὲ τὴ συγκατάνευση / τῆς ἀρχαίας δοκιμασίας του, σὰ νάλεγε: Κι αὐτό θὰ περάσῃ, / ὅπως οἱ κεντημένες μπάντες στοὺς τοίχους τῶν παλιῶν σπιτιῶν / σμίγοντας μιὰ νοικοκυρίστικη σοφία μὲ πολλά παράταιρα μεταξωτά λουλούδια / – τριαντάφυλλα, γαρύφαλα, πανσέδες (ὄχι μενεξέδες), / κ' οἱ κορδέλλες ὁλόγυρα οἱ κεντημένες κίτρινες...

- - - -Τί ἤθελε;.. / Κι ἄν ἔχουμε, δέ θέλουμε νὰ δώσουμε τίποτα. Ἄς μᾶς ἀφήσουν ἐπιτέλους / στὸ σεπτό σεβάσμιο πένθος μας, στὸ θάνατό μας, / στὴν περηφάνειά μας νὰ μή δειλιάζουμε μπροστά στὶς σκιές τῶν πραγμάτων νὰ μᾶς ἀφήσουν / νὰ ἐξαντλήσουμε τὴ στάση τῆς γονυκλισίας μας, ἀκούγοντας παρήγορο / τὸν ξυλοφάγο στὶς γωνιές τῆς σιωπῆς... / Νὰ φύγῃ, εἴπαμε. / Ξένος, ἀκάλεστος, ὕπουλος, / ὑποκρινόταν τὸ φτωχό γιὰ νὰ πιστέψουμε στὸν πλοῦτο μας, / νὰ μή μᾶς ταπεινώσῃ, νὰ μᾶς δωροδοκήσῃ μὲ τὴν ὀρφάνειά του, / μὲ τὴν ἀχάμνια του (ἔδειχνε κιόλας τὰ γυμνά πλευρά του, τὸ φαρδύ του στέρνο), / γιὰ ν' ἀποσπάσῃ ἀπὰ μᾶς ἕνα χαμόγελο πάλι, μιὰ νέα μαρτυρία ζωῆς∙ / κουδούνιζε πάνω μας τὸ βλέμμα του σάν παιδική κουδουνίστρα, / νὰ συγκεντρώσῃ τὴν προσοχή μας σ' ἕνα ἀλλοῦ∙ ἀναποδογύριζε / τὶς τσέπες τοῦ παντελονιοῦ καὶ τοῦ σουρτούκου του / νὰ δείξῃ τὸ ἄδειο του, νὰ μᾶς πείσῃ∙ / κι ἀπ’ τὶς τσέπες του πέφταν λίγα χνούδια μονάχα, λίγα τρίμματα καπνοῦ / μαλακά σὰ νὰ χιόνιζε σ' ἕνα μικρό γκρίζο τοπίο, μισό μέτρο, / κ' οἱ ἀντεστραμμένες ἄδειες τσέπες του ἦταν / σάν τ' αὐτιά ἥμερων ζώων ποὺ ἀφουγκράζονται πέρα ἀπ' τὴ σιωπή, / ἢ σὰ μικρές ξύλινες σκάλες σ' ἕναν περιστεριῶνα / ὅπου μυρίζει ἀσβέστης, κουτσουλιά καὶ ζεστά πούπουλα. / Ἦταν μιὰ ἀρχή ἀπὸ μικρή τρυφερότητα ποὺ δέν ξαφνιάζει, δέ μετατοπίζει∙ / ἦταν μιὰ μετρημένη λήθη, νὰ ξεθαρρευτοῦμε, / νὰ ἐπεκτείνουμε τὴ μνήμη πρὸς τὰπέρα ἢ πρὸς τὰ πάνω...

- - - -Ἀπὸ ποῦ ἔρχονταν αὐτός ὁ Ξένος; Τί ζητοῦσε; Ὁ δρόμος του / ἐρχόταν ἀπ’ τὸ χτές ἢ ἀπ’ τὸαὔριο; Στ' ἄλουστα μαλλιά του / ἦταν στάχτες καὶ σταγόνες δροσιᾶς – φανερό πὼς εἶχε ὁδοιπορήσει μὲς στὴ νύχτα / κ' ἴσως νἄχε περάσει ἀπ’ τὴ φωτιά, κάτω ἀπ' τ' ἀποκαΐδια. Στὴ φωνή του ἀναγνωρίζαμε / τὸ τρίξιμο τῆς πόρτας ὅταν ἀνοίγουν νὰ μᾶς φέρουν ἕνα ζεστό, / ὅταν τὰ συνεργεῖα τῶν ξυλουργῶν στὴ γειτονιά μας πλανίζουν μεγάλα σανίδια / γιὰ νέες οἰκοδομές, ὅταν στὸν ἴσκιο τῆς μάντρας τὰ θερινά μεσημέρια / συνάζωνται μαστόροι καὶ τεχνῖτες, χειρώνακτες καὶ θεληματάρηδες, / καὶ κουβεντιάζουν γιὰ τὸ μεροκάματο, ἁπλοποιῶντας τὸ χρόνο, / στρογγυλεύοντας τὴ ζωή σὲ δυό μονάχα κανονικά ἠμισφαίρια, / τὄνα φωτεινό καὶ τ' ἄλλο σκοτεινό∙ κ' ὕστερα, στὴ μικρὴ σιωπὴ ποὺ μεσολαβοῦσε, / ἀκουγόταν τὸ τελευταῖο περσινό φύλλο ποὺ ξεκολλοῦσε ἀπ’ τὸ δέντρο / κ' ἔπεφτε μ' ἕναν τρομαχτικό κι ἀνήκουστο θόρυβο ἀνάμεσα στὰ γόνατά τους, / κι αὐτοί συνέχιζαν πάλι τὴ δίκαιη κουβέντα τους γιὰ τὸ ψωμί καὶ τὸ ἁλάτι, / ἐνῶ ὁΞένος συνέχιζε μόνος του πιὸ πέρα...

- - - -Ἔξω ἀπ' τὸ παράθυρο φωτίζονταν ὁ ἀντικρυνός τοῖχος / κάτασπρος μὲ τὸ διαγώνιο ἥλιο∙ τραβοῦσε τὸ βλέμμα∙ τραβοῦσε τὴν ἀκοή∙ / δέν ἀκούγαμε τὸ ἴδιο μας τὸ κλάμα. Ἐκεῖνα ποὺ χάσαμε καὶ χάνουμε, ἔλεγε, / ἐκεῖνα ποὺ ἔρχονται, προπάντων ἐκεῖνα ποὺ φτιάχνουμε / εἶναι δικά μας, μποροῦμε νὰ τὰ δώσουμε, ἔτσι ἔλεγε. / Ἀκάλεστος, ξένος, ἀπαράδεχτος, / κ' ἦταν τὰ λόγια του σά μιά σειρά σταμνιά σὲ νησιώτικα παράθυρα, / γερά, καλόκαρδα σταμνιά ἱδρωμένα, / θυμίζοντας τὸ δροσερό νερό σὲ νεανικά στόματα / – κι ἂς ἀρνιόμαστε τὸ νερό καὶ τὴ δίψα μας∙ θυμίζανε / ἢ τὶς γλάστρες μὲ τὰ βασιλικά, τὰ γεράνια, τὴν ἀρμπαρόριζα, / τὴν ὥρα ποὺ βραδυάζει καὶ γυρίζουν τὰ ζῶα ἀπ’ τὴ βοσκή, / κι ὁ χρόνος εἶναι μαλακός κι ἀπέραντος, διακεκομμένος μόνο ἀπ' τὰ κουδούνια τῶν προβάτων / – διάφορα μέταλλα, διάφοροι ἦχοι, διάφορη ἀπόσταση, / πιστοποιῶντας τὴν ἀπεραντοσύνη σὲ κάθε κατεύθυνση : / μπροστά ἢ πίσω, ἀπ’ τὄνα ἢ τ'ἄλλο πλάι, πάνω ἢ κάτω. / Ἡ στιγμή δέν ἠταν πιά ἕνα κλείσιμο, / μὰ τὸ κέντρο μιᾶς ἔκτασης μ' ἄπειρη περιφέρεια, / πέρα ἀπ’ τὰ βουνά καὶ τὸν ὁρίζοντα, πίσω ἀπ' τὸ χτές καὶ τὸ αὔριο, πέρα ἀπ’ τὸ χρόνο, σ’ ὅλο τὸ χρόνο / τὸν πεθαμένο καὶ τὸν ἀγέννητο, πάνω / ἀπ’ τὸν καπνό τῶν βραδυνῶν καπνοδόχων, ποὺ μοσκοβολοῦσε ταπεινότητα, / καρτερία, μετριοπάθεια, πέρα, πάνω ἀπ’ τοὺς λύχνους που ἀνάβαν πρὶν ἀπ' τ' ἄστρα, / πάνω ἀπ’ τ' ἄστρα που ἀνάβαν πρίν ἀπ’ τὴν προσοχή μας καὶ τὴ γνώση μας / – εὐτυχισμένα τ' ἄστρα, πρᾶα, εὐοίωνα, / δίχως καθόλου προαίσθημα Θανάτου, δίχως καθόλου θάνατο... / Καὶ τὰ παιδιά ποὺ ὑπήρξαμε, ἔλεγε, / τὰ ὑπάρχουμε, ἀπαλλαγμένα κιόλας ἀπ’ τὴ στενότητα τῶν πρώτων μας χρόνων, / ἀπ’ τὴν ὀξύτητα τῆς στενότητας, ἀπ’ τὴν ἀνυπομονησία τῆς αὔξησης, / ἀπ' τῶν «μεγάλων» τὴν παρεξήγηση. / Τὰ παιδιά κλαῖγαν καταμόναχα / ἀνάμεσα στὰ θάμνα καὶ κανένας δέν τἄπαιρνε στὰ σοβαρά, / γιατὶ τὰ πρόσωπά τους ἦταν βαμμένα ἀπ' τὰ μοῦρα ἢ τὰ βατόμουρα / κ' ἦταν ἡ λύπη τους κόκκινη κι ἀστεία. / Τὰ ὑπάρχουμε, / τὰ διατηροῦμε τώρα σ' ἕνα φῶς πλατύ, μαζί μὲ τὸν ἀπέραντο κάμπο, / μαζί μὲ τὰ στάχυα καὶ τὶς παπαροῦνες, μαζί μὲ τ' ἀμπέλια, / μαζί μὲ τὸ ληνό καὶ τὰ πόδια τῶν ἀμπελουργῶν βαμμένα ὣς τὰ γόνατα ἀπ’ τὸ μοῦστο, / τότε ποὺ οἱ ἄντρες μὲ σκισμένα βρακιά καὶ σκισμένα πουκάμισα / βρίζονταν δίχως λόγο καὶ δίχως θυμό..- μεγάλες γυμνόστηθες βλαστήμιες, / δασύτριχες βλαστήμιες, ποὺ τὸν ἀνόητο ἀντρισμό τους καὶ τὴν εὐθυμία τοὺς / ἀπόφευγαν τὰ κορίτσια, κρυμμένα / πίσω ἀπ’ τὰ πελώρια τσαμπιά τῶν σταφυλιῶν, πίσω ἀπ’ τὰ φαρδιά κληματόφυλλα, / καὶ τ' αὐτιά τῶν γυναικῶν ἦταν κρουστά καὶ ρόδινα σὰν πρωινοί ὁρίζοντες. // Ἀρκεῖ νὰ σπάσουμε τὴν πολιορκία τῆς στιγμῆς, ἔλεγε. –Πώς; Πές μας!.. (Δέν ἀπάντησε...) / Ἀρκεῖ νὰ θυμηθοῦμε τότε ποὺ κόβαμε καλάμια ἀπ’ τοὺς ὄχτους καὶ φτιάχναμε κοντάρια, / πετῶντας τα πάνω ἀπ’ τὰ ψηλά ἀρχοντόσπιτα, δοκιμάζοντας / τὴ δύναμη τῶν χεριῶν μας, τοῦ ξύλου, τοῦ σίδερου, τῆς πέτρας, τοῦ ἄνεμου, / πολλαπλασιάζοντας ἀνύποπτα τὴ δύναμη τῶν χεριῶν μας, / μαθαίνοντας νὰ κυβερνᾶμε ὄχι μόνο τὸ στέρεο μὰ καὶ τὸ ἀνάλαφρο. // Ἡ ἐξοχή μοιραζόταν σὲ κύκλους μοναξιᾶς δίπλα στὶς πικροδάφνες, τὶς ἀλυγαριές, τὰ βάτα∙ τὰ πουλιά πρωτομάθαιναν τὰ ὀνόματά τους∙ τὸ ἴδιο καὶ τὰ δέντρα καὶ τὰ πράγματα / – ὁ σουγιάς ποὺ πελεκὰς τὸ καλάμι, / ἡ μικρή φυσαρμόνικα στὴν τσέπη σου, / ὁ δόκανος, ἡ ξόβεργα, ἡ φλογέρα, / τὸ βῆμα τοῦ ἀρνιοῦ, τὸ χρεμέτισμα τοῦ ἀλόγου, / ὁ ἦχος τοῦ ποταμοῦ ποὺ ἦταν σὰν ἄλλο μακρόσυρτο χρεμέτισμα ἑνὸς ἀλόγου φωτεινοῦ σ' ὅλο τὸ μάκρος τοῦ δαφνῶνα, / τὰ ξέχωρα χρώματα κι ἀρώματα τῶν λουλουδιῶν, / τὸ μαλλί, τὸ μπαμπάκι, τὸ λινάρι, τὸ μετάξι, / τὸ κυνήγι τῶν μελισσουργῶν τὰ χαράματα στὶς λεῦκες, / ὁ πολύχρωμος οὐρανός τῶν χαρταετῶν, τὸ τέντωμα τοῦ σπάγγου κ' ὕστερα ἡ χαλάρωση, / αὐτή ἡ ἀνάλαφρη λαμπρή καμπύλη του σπάγγου σὰ βαθειά ἐκπνοή / γιὰ νὰ τεντώσῃς καὶ πάλι τὸ στῆθος σὲ ἀπέραντη ἀνάσα. // Ἀργότερα θὰ σμίγαν ἀπὸ μέσα, μόνα τους, ὅπως τὰ στέρεα φύλλα στὰ κλαδιά τοῦ δέντρου / δένοντας χῶμα, φῶς κι ἀέρα. Γιατὶ ἡ κάθε φωνή / εἶχε πολλούς ἀντίλαλους ἀνάμεσα στὰ δυό βουνὰ τ' Ἁι-Λιᾶ καὶ τῶν Ἁι- Σαράντα, / κι ἀς ἦταν ὁ κάμπος ἀπέραντος σὰν μιὰ ἀθανασία... Σάν θυμηθοῦμε, εἶπε, / ποτέ δὲν ἔχει περάσει ἡ ὥρα αὐτοῦ ποὺ θυμόμαστε. Τὰ φραγκόσυκα / δέν ἔχουν μόνο σχῆμα καὶ γεύση∙ συγκεντρώνουν / ἕναν κόσμο σπόρους καὶ νοήματα μέσα στὴν πράσινη τριχωτή γροθιά τους, / θυμίζουν τὶς ἀναβολές μας, θυμίζουν ἕνα ἀργότερα / σὰν συνέχεια τῆς δικῆς μας παράλειψης, / σὰν ἔλπιδα ἀνασύνθεσης ὅλου τοῦ κάμπου / ὅταν τὴν αὐγή τινάζεται ὁ κορυδαλλός στὰ ὕψη κι ὁ ὕμνος του / κάθετος κ' ἑλικοειδής κάνει τὴ γῆ νὰ γυρίζῃ σὰ σβούρα στὴν ἀνοιχτή παλάμη μας... // Μύριζε τότε ἡ νοτισμένη ρίγανη, ὁ σανός, τ' ἄγρια τριαντάφυλλα / οἱ ἀγωγιάτες πότιζαν τ' ἄλογα στὴ βρύση κάτου ἀπ' τὰ πλατάνια / τ' ἄλογα κόβαν τὶς τριχιές τους τὸ μεσημέρι καὶ χάνονταν καλπάζοντας στὸ διάστημα / τὸ κακάρισμα τῆς κόττας ἦταν μιὰ δόξα μέσα στὸ χρυσό ἀχερῶνα... Δέν εἰναι λοιπὸν ἀπουσία / τὸ ἄνοιγμα τοῦ παράθυρου ἢ τοῦ λάκκου μπρὸς στὸν οὐρανό. Δέν εἰναι ἀπουσία ὁ καλπασμός τοῦ ἀλόγου / ἡ ἀντικατάσταση τῶν μαραμένων λουλουδιῶν μὲ φρέσκα λουλούδια στὸ ποτήρι / μὲ φρέσκο νερό τὸ πλύσιμο τοῦ ποτηριοῦ κ' ἡ μιὰ χειρονομία ποὺ διαδέχεται τὴν ἄλλη – ποιά ἁμαρτία; / Ὅλα πορεύονται κάπως κυκλικὰ ἐπιστρέφουν / σ' ἕνα πιό πάνω ἐπίπεδο τὰ ξανασυναντοῦμε... // Τὰ καδρόνια τοῦ σπιτιοῦ μὲ τὰ διπλά καρβέλια, μὲ τὰ ρόδια, τὰ κυδώνια, / μένουν πάντα σὰν ὁριζόντιες κολῶνες στὸ ναό μιᾶς ἁπλῆς γνωριμίας / – πλαγιασμένες κολῶνες σὲ στάση ἀνάπαυσης, φιλίας, συνουσίας, ὕπνου... Τότε τὰ παιδιά / ἀρνιόντανε νὰ κοιμηθοῦν τὰ μεσημέρια, / μὴν κλείσουν μιά στιγμή τὰ μάτια τους στὸ θαῦμα τοῦ ἥλιου / μὴ καὶ τἄβρῃ τὸ δεῖλι κοιμισμένα∙ δοκίμαζαν / τὴν ἁφή καὶ τὴ γεύση τοῦ ἐφήμερου (ποιό ἐφήμερο;) τρέχαν ξυπόλητα στ' ἀγκάθια τῆς αἰωνιότητας, / ξυπόλητα ὄχι μήπως καὶ τ' ἀκούσουν οἱ μεγάλοι, / μονάχα γιὰ νὰ νιώθουν στὶς φτέρνες τους τὴ ζεστή κοιλιά τῆς γῆς!.. Τὰ παιδιά στέκονταν λαχανιασμένα, / κοιτάζαν μιὰ στιγμὴ τὴν κινούμενη εἰκόνα τοὺς μὲς στὸ ποτάμι, / κατουροῦσαν στὸ ποτάμι νιώθοντας τὴ δροσιά τοῦ ἤχου πάνω στὰ ζεσταμένα ἀπ' τὴν τρεχάλα σκέλια τους, / τὴν ὥρα ποὺ τὰ τζιτζίκια κ' οἱ ἀτσίγγανοι ἀναστάτωναν τὶς συνοικίες τοῦ μεσημεριοῦ... Ὅταν βράδυαζε, / ἥσυχα τὰ ποτάμια κ' οἱ ἀγελάδες ἀναμηρυκάζανε τὴν ἱστορία τοῦ κόσμου, / τ' ἀτίθασα ἄλογα γύριζαν μόνα τους στὸ στάβλο, / τὰ παιδιά γύριζαν σπίτια τους, / τὰ καρπούζια τρίζαν ἀπ’ τὸ νύχτιο ἀγιάζι, / ὁ δυόσμος μύριζε σά νὰ τὸν ἀνέμισε βιαστικό πέρασμα / ἀπ’ τὸ φαρδὺύ φουστάνι μιᾶς ἔνοχης γυναίκας... Τότε ἀκούγονταν ἀπόμακρα / τὰ ὄργανα ἀπ’ τὸ πανηγύρι τοῦ ἄλλου χωριοῦ, / στὸν Ἁι-Δημήτρη ἢ πιό πέρα, στὰ Τάλαντα, / κ' ἡ στρογγυλή αὐριανή βουή πύκνωνε μέσα στὶς καμπάνες, / ἀκούγονταν τ' ἀλυχτήματα τῶν σκυλιῶν στὰ χωράφια, τὸ μακρυνό βῆμα τοῦ δραγάτη, / τὰ χελιδόνια ποὺ ἀναδεύονταν στὸν ὕπνο τους μὲς στὶς χλιαρές φωλιές τους, / οἱ μυστικές ὁμιλίες ποὺ ρυθμίζανε τὴ διανομή τοῦ νεροῦ στὰ μποστάνια, / τὸ χτύπημα τῆς τσάπας στὸ μαλακό ὑγρό χῶμα καὶ πιότερο ἀπ’ ὅλα / τ' ἀστέρια ποὔπαιρναν βαθειές εἰσπνοές κι ἀναστενάζαν ἥσυχα, / λέγοντας τὄνα στ' ἄλλο, καὶ σὲ μᾶς: Τί ὄμορφη ποὖναι ἡ πλάση!..

- - - -Ἔτσι σκαλίσαμε / τὶς πρῶτες τρῦπες στὸ καλάμι..- ἔτσι μάθαμε / νὰ σεργιανᾶμε στὸ καλάμι τὰ δάχτυλα / ξαναλέγοντας τοὺς στεναγμούς τῶν ἄστρων... / Ὁ δασοφύλακας κατηφόριζε μὲς στὸ φεγγαρόφωτο μὲ τὸ δίκαννό του, / σὰ νἆχε περασμένο στὸν ὦμο του ἕναν μικρό πίδακα ἀσημένιο νερό, κι ὁ ταχυδρόμος / ἔβαζε τὴν πέτσινη τσάντα του γιὰ προσκέφαλο κάτω ἀπ’ τὰ δέντρα / κι ἀποκοιμιόταν στὸν κόρφο τοῦ κόσμου, / ἐνῶ τὰ κοάσματα τῶν βατράχων πετροβολοῦσαν μάταια τὴ διάφανη ἀπόσταση... // Οἱ τοῖχοι, οἱ μάντρες, τὰ πεζούλια, ἀχνίζανε ζεστά μὲς στὴ νυχτερινή ὑγρασία, / γιατὶ ἐδῶ εἶχαν ἀκουμπήσει τὶς φαρδιές τους πλάτες οἱ ζεστοί ἑλληνικοί μῆνες, / κ' ἐπάνω στὴν πλαγιά τοῦ λόφου βούιζε τὸ μικρό κοιμητῆρι μὲ τοὺς ξύλινους σταυρούς / ἀπ’ τὸ μεγάλωμα τῆς χλόης, τῶν ἀγριολούλουδων, τῆς τσουκνίδας, / κι ὁλάκερο φωσφόριζε σὰ λοξή λίμνη μὲς στὴ νύχτα. Στὸν ἴσκιο τῆς μάντρας του / σταλιάζανε τὸ μεσημέρι τὰ μεγάλα ἀγόρια τρώγοντας τὰ κλεμμένα καρπούζια. Τώρα / φέγγιζε ἥσυχο καὶ σοβαρό τὸ κοιμητῆρι, / σὰν τὸ νουθετικό, τὸ ἀξύριστο πρόσωπο τοῦ πατέρα..- τόσο που ἂν ἔβρισκες χάμω ἕνα κομμάτι ψωμί πεταμένο, / τὄπαιρνες, τὸ ἀσπαζόσουνα κρυφά καὶ τὸ ἀκουμποῦσες στὸ περβάζι ἑνὸς παράθυρου...

- - - -Ἦταν μιὰ ριγηλή μικρή βουή μέσα σὲ κάθε δευτερόλεπτο, / σὰν τὸ φτερό μιᾶς μέλισσας δίπλα στὸ μάγουλο ἑνὸς λουλουδιοῦ, / κ' οἱ μέλισσες ἦταν πολλές στὸν κῆπο / καὶ μεῖς τόσο κοντά στὰ πράγματα ποὺ μέναμε ἀπόμακροι / καὶ δέ μπορούσαμε νὰ ἑνώσουμε μὲς στὴν ἰδέα τῆς μέλισσας τὸ κεντρί καὶ τὸ μέλι της – θυμόσαστε; Τότε / ποὺ ἦταν ἀλλιῶς νὰ κάθεσαι σ' ἕνα σκαμνί ἢ σ' ἕνα δέντρο, / σὲ μιὰ παλιά μυλόπετρα ἢ σ' ἕνα σπασμένο κιονόκρανο. / Ὕστερα πλάτυνε ὁ χρόνος κ' ἡ βουή κ' ἡ γνώση / σὲ μιὰν ἐπιστροφή ἀπ’ τὸ μακρυά ἐδῶ στὸν ἑνωμένο χρόνο / ὅπου κάθε νύχτα τὰ βατράχια ὑπάρχουν μὲς στὸν κάμπο / κι ὁ κάμπος μέσα στὰ βατράχια..- θυμηθῆτε τὶς ἀρχαῖες φωνές τους, / ποὺ πλημμυροῦσαν τὴν ἀκοή τῆς θερινῆς νύχτας! / Τὰ βατράχια ποὺ κάθονταν στὰ μαλακά τους πόδια ἐχέμυθα καὶ φλύαρα, / ἕτοιμα νὰ πηδήσουν στὸ νερό κ' ἕτοιμα πάλι νὰ πηδήσουν στὸν ἄερα, / ἀφήνοντας πίσω ἀπ' τὸ πήδημά τους ἕνα μυστικὸ σύρσιμο, καὶ τὸν ἀντίλαλό της φωνῆς τοὺς / κόμπο-κόμπο μὲς στὴ σπονδυλική στήλη τοῦ καλοκαιριοῦ... Λέω γιὰ τότε / ποὺ ἀκόμη καὶ τ' ἀστέρια φαίνονταν ὑπερφυσικά καὶ ἀσύστατα, / κ' ἔπρεπε νὰ μεσολαβήσῃ διαλλαχτική ἡ σιωπή κι ὁ χρόνος / ὥσπου νὰ ξαναβροῦν τὴ φύσι- κότητά τους οἱ φωνές τῶν βατράχων κι ὁ ἀντίλαλός τους, / τὰ χαμένα καλοκαίρια, οἱ ἀπέραντες νύχτες, / οἱ μέλισσες καὶ τ’ ἄστρα μὲς στὸν ἄπειρο κάμπο, / ὁ κάμπος κ' η σιωπή κι ὁ χρόνος...

- - - -Ὅλα δικά μας, πιό δικά μας μὲ τὴ μνήμη μας – ἔλεγε ὁ Ξένος – πιό εὐτυχισμένα! / Οἱ μυστικοί ἐλαιῶνες στοὺς μικρούς λόφους μὲ τ' ἀποστολικά σούρουπα∙ / τὰ καλαμένια τσαρδιά τῶν χωρικῶν, κουρνιασμένα στὰ δέντρα, ποὺ τὰ φώτιζαν μόνο τὰ μικρά μάτια τῶν πουλιῶν∙ / τὰ δεμάτια οἱ λυγαριές, ποὺ μαλακώναμε βδομάδες στὸ ρυάκι νὰ φτιάξουμε καλάθια∙ / τὰ μελωμένα μαῦρα σῦκα, παγωμένα ἀπ' τὴν αὐγή, ὅταν ἀφήναμε τὰ σαντάλια μας / μπροστὰ στὴ ρίζα τῆς συκιᾶς καὶ σκαρφαλώναμε στὸν οὐρανό, / ὄχι ἀπ’ τὴ σκάλα, μήτε ἀπ’ τὰ κλαδιά, μὰ ἀπ’τὰ πατήματα τοῦ ἀγέρα!.. Κάθε βράδυ – θυμᾶσαι; – / τὸ μέγα ἀστέρι σὰν τὸ μάτι τοῦ παντοκράτορα ἐπιτηροῦσε τὸν ὕπνο τῶν βοσκῶν καὶ τῶν ψαράδων, / καὶ τὰ πόδια τῶν γυναικῶν, ὅταν ἔβγαζαν τὶς κάλτσες τους, / ἦταν πλατιά καὶ φωτεινά..- φώτιζαν τὶς μεγάλες ταράτσες ὅπου λιάζαν τὴ μαύρη σταφίδα, / φώτιζαν τὰ σκαμνιά καὶ τὶς πόρτες... Πρὶν κοιμηθοῦν οἱ γυναῖκες / χτένιζαν τὰ μακρυά μαλλιά τους μὲ ἱερατικές κινήσεις, / σά νἄβρεχαν τὰ δάχτυλά τους σὲ ἀθώρητα κάθετα ποτάμια, / σὰ νὰ συνωμιλοῦσαν μ' ἕναν ἄλλον ἔρωτα, ἐνῶ οἱ ἄντρες εἶχαν κιόλας κοιμηθῆ / κ' ἡ τραχειά ἀναπνοή τους ἔκανε νὰ θροΐζουν τὰ σγουρά μουστάκια τους / σὰν τὰ ξερά στάχυα στὸν κάμπο... Οἱ γυναῖκες, / μεγάλες, μυστικές, μονάχες, / σχεδόν αὐθύπαρκτες καὶ αὐτάρκεις, συνέχιζαν / μια ἀόρατη συνομιλία ἐνῶ χτενίζονταν, / σά νὰ ὑπαγόρευαν μιὰ συμμαχία μὲ τὰ ὑψηλά στρώματα τῆς νύχτας / ἐπικυρώνοντας ἕνα-ἕνα τ' ἄρθρα τῶν ἄστρων μὲ μια ἀνεπαίσθητη κίνη­ση τοῦ κεφαλιοῦ, / μιὰ συμμαχία μὲ τὶς κορφές τῶν πλατανιῶν, τῶν εὐκάλυπτων, τῆς λεύκας, / μὲς τὶς βουβές πηγές μὲ τὶς περίπλοκες ρίζες τοῦ νεροῦ..- / καὶ τὰ βατράχια, συνεννοημένα, στοὺς πράσινους ὄχτους, / ξεχείλιζαν τὴ στεφάνη τῆς νύχτας / κάνοντας μιὰ βαθύσκιωτην ἀντιμετάθεση γιὰ νὰ καλύψουν τὴ σιωπή τῶν γυναικῶν, / νὰ καλύψουν τὸ βλέμμα τους, τὴν ἐπαρσή τους, τὴν ἐρήμωσή τους... // Μιὰ κουκουβάγια πετρωμένη στὴ στέγη τὶς κοιτοῦσε μὲ τὰ δυό ὁλοστρόγγυλα φῶτα της, / ἔκανε πὼς δέν τὶς ἔβλεπε, κι αὐτές πὼς δέν τὴν ἔβλεπαν∙ / μὰ κάτω ἀπ' τὴν προαιώνια τους σκλαβιά, μὲς ἀπὸ δυό μικρές ὑπόγειες σήραγγες / τοὺς μεταβίβαζε ὥς τὶς φλέβες τοὺς τὸ στυλωμένο φῶς της... // Ἀπρόσιτες γυναῖκες, δεσποτικές, αὐταρχικές, ἀειπάρθενες, / φιλενάδες τῆς νύχτας, φιλενάδες τῆς μουγγῆς βλάστησης, / εἶχαν συναντηθῆ μὲ τὶς μάγισσες μὲς στὶς βαθειές πέτρινες σπηλιές γεμάτες τυφλές νυχτερίδες, / κι ὅταν ἔρριχναν τὸ ἁλάτι στὸ φαΐ ποτέ δὲν ἤξερες τί προετοιμάζανε∙ / τὸ τσουκάλι, τὸ καζάνι, τὸ τηγάνι, / φοροῦσαν μιὰ προσωπίδα καπνιά∙ δέ μαρτυροῦσαν τὰ μυστικά τῆς γυναίκας, δέ μαρτυροῦσαν / τὰ κρυφά τους βότανα, τοὺς συνδυασμούς τῆς μαγειρικῆς τους, τὴ μοναξιά τους ὅταν ψιλοκόβουν τὸ μαϊντανό, / ὅταν σιδερώνουν στὴν κάμαρα ὣς ἀργά, καὶ τὶς προφταίνῃ τὸ φεγγάρι στὸ ἀνοιχτό παράθυρο / κι αὐτές προσέχουν μὴν πατήσουν τὸ τετράγωνο τοῦ φεγγαριοῦ πάνω στὸ πάτωμα, / τὴν ὥρα ποὺ τὰ σιδερωμένα ἐσώρουχα, στοίβα στὸ τραπέζι, / εἶναι σὰν ἄκοπα φύλλα βιβλίων ποὺ ἐκεῖνες τὰ διάβασαν / καὶ ξέρουν ὅλα τὰ μυστικὰ τοῦ σώματός μας... / Ἐμεῖς δέ γνωρίζουμε / τὰ ξόρκια τους ὅταν γυαλίζουν στὴν αὐλή μὲ χῶμα τὰ χαλκώματα, / κι ἀστράφτουν τὰ χαλκώματα στὸν ἥλιο σὰν ἐπίγεια οὐράνια σώματα, κι ἀστράφτουν κ' οἱ γυναῖκες μὲς στὸ θρίαμβο τῆς ἡγεμονίας τοὺς / μπροστά ἀπ’ τὶς βουβές στρατιές τῶν κλεισμένων πραγμάτων... / Δέ γνωρίζουμε / τὴν πεισμωμένη ἐλευθερία τῆς σιωπῆς τους ὅταν ἀρνοῦνται νὰ ὀργιστοῦν, / τὴν περηφάνεια τους καθὼς ἡ σεμνότητα λυγίζῃ τὰ ματόκλαδά τους, / τὴν πολυάριθμη ἄμυνά τους, σὰν τὰ σφιχτά ἀλλεπάλληλα φλούδια τοῦ φρέσκου σκόρδου, / αὐτά τὰ εὔθραυστα ντύματα..- τί ἐννοοῦν; τί ἀποσιωποῦν; / ποιά πάνοπλη ἀρετή προστατεύουν πίσω ἀπ’ τὸ διάφανο χαμόγελό τους μέσα στὴ ματωμένη ἑσπέρα τοῦ Φθινοπώρου, / ὅταν τὰ βήματα τῆς Παναγίας προδίδωνται ἀπ’τὸ τρίξιμο τῶν ἄχυρων καὶ τῶν ξερῶν φύλλων, / κι ἀπ’ τὰ φωτεινά στίγματα ποὺ ἀφήνουν σ' ὅλο τὸ μάκρος τοῦ δρόμου / τὰ ταπεινά πατήματα τῶν γαϊδουριῶν, τῶν βοδιῶν, τῶν προβάτων; κ' ἐκεῖνες / ἔχουν μιὰ στρογγυλή σταγόνα αἷμα στὸ φουστάνι τοὺς / κ' ἕνα ἀδιόρατο ἄχ στὸ στόμα τους, / ἀπ’ τὴ βελόνα τάχα ποὺ τοὺς τρύπησε τὸ δάχτυλο, καθὼς ξεχάστηκαν ράβοντας..- ποιά ἐπίθεση / ὠργάνωναν τὰ σιωπηλά πλάσματα τοῦ θεοῦ μὲς στὴν ἔρημη ἀγάπη τους δέν ξέραμε ἀκόμα. / Οἱ γυναῖκες / ἔκλεβαν ἀπ’ τὸν ἄντρα τὴ σπορά καὶ καλλιεργοῦσαν μόνες τὸ χωράφι, / εἶχαν τὴ δική τους ἰδιοκτησία, ἀπαραβίαστη. Σεργιανοῦσαν / σείοντας μὲς στὴ μέθη τῆς δημιουργίας τὴ στρογγυλή κοιλιὰ τοὺς / κάτω ἀπ’ τὶς πορτοκαλιές τῆς Ἄνοιξης – σάμπως νὰ κουβαλοῦσαν πίσω ἀπ’ τὴν ἄσπρη τους ποδιά / μικρές γήινες σφαῖρες... / Δέ μιλοῦσαν οἱ γυναῖκες∙ / ἀγέρωχες αὐτές, ἀνῆκαν στὸ μέλλον, προχωροῦσαν, / ὅταν οἱ ἄντρες σταματοῦσαν κάθε τόσο μπρός στὸ ἀλέτρι, / ἤ ὅταν κρατοῦσαν τὸ δρεπάνι σὰν τὸ κουρασμένο φρύδι τοῦ φεγγαριοῦ, μὲς στὴν ἀσάφεια τοῦ ἀπόβραδου... / Αὐτὲς μόνες μὲς στὸ περβόλι μὲ τὰ ὑψηλά ἡλιοτρόπια περίμεναν βέβαιες τη γέννηση, / καὶ τὰ ἡλιοτρόπια τοὺς φώτιζαν τὸ λαιμό καὶ τὸ πρόσωπο μὲ φωτεινούς κύκλους, / κ' οἱ πρῶτες ρόδινες φακίδες στὰ μεγάλα μέτωπά τους / ἦταν τὰ μυστικά σημάδια τῆς αἰώνιας ζωῆς, / ὅπως οἱ βολβοί τῶν φυτῶν, οἱ πατάτες τῶν κυκλάμινων, / ὅπως οἱ ἀπόρρητες ρίζες τῶν δέντρων, ποὺ δουλεύουν χωρὶς νὰ τὶς ἀκοῦμε, χωρὶς νὰ τὶς βλέπουμε...
- - - -Εἶναι πάντα μιὰ γέννηση – ἔλεγε ὁ Ξένος – / κι ὁ θάνατος μιὰ πρόσθεση, ὄχι ἀφαίρεση. Τίποτα δέ χάνεται... / Γιὰ τοῦτο οἱ ἄντρες, / ὅταν νιώθουν τὸ φόβο ἀπ’ τὴ δουλειά, ἀπ’ τὴ φθορά, ἀπ' τὸ κενό, ἀπ’ τὶς ἐφημερίδες, / ἀπ’ τὴ μνήμη τῶν πολέμων, ἀπ’ τὸ τρίξιμο στὶς κλειδώσεις τῶν δάκτυλών τους / ἤ ἀπ’ τὴν κραυγή τοῦ ἥλιου ποὺ σφηνώνεται μέσα στὰ κόκκαλά τους, / ἁρπάζουν τὶς γυναῖκες ὅπως ἁρπάζουν τὰ κλαδιά ἤ τὶς ρίζες ἑνὸς δέντρου πάνω ἀπ’ τὸ γκρεμό / κ' αἰωροῦνται κεῖ πάνω, σὰ νὰ παλεύουν ἤ νὰ παίζουν μὲ τὸ χάος... // Κ' οἱ γυναῖκες ξέρουν καὶ κλείνουν τὰ μάτια τους, / δέ λένε ὄχι, / περιμένουν∙ / κι ὅταν αὐτοί κοιμοῦνται πάλι ἐκεῖνες ἀγρυπνοῦν∙ / κ' εἶναι κι αὐτοί παιδιά τους ὅπως τὰ παιδιά τους, / θὰ τοὺς μεγαλώσουν κι αὐτούς ὅπως καὶ κεῖνα, / θὰ τοὺς ταΐσουν μὲ τὸ μαστό τους, μὲ τὴ σιωπή τους καὶ μὲ τὴν ἄρνησή τους κάποτε, / θὰ τοὺς ποτίσουν ξανά μὲ τὴ δίψα τῆς ἕνωσης, κ' ἕνα πελώριο κῦμα σκοτεινό / θὰ στρογγυλέψῃ τὴν ὅρμή του κάτω ἀπ' τ' ἀντρικά πλευρά, πανέτοιμο / νὰ χτυπήσῃ κατακούτελα τὰ φράγματα, νὰ σύντριψῃ τὰ φράγματα, / ὥσπου νὰ σβήσῃ στὴν καθημερινή ἀμμουδιά, στὰ μικρά βότσαλα, στὴν κούραση, στὴ λησμοσύνη, / δίχως πολλές φορές νὰ βρῇ νὰ χτυπήσῃ τὸ βράχο, νὰ τιναχτῇ δοξαστικό ψηλά / σὰν ἀντίστροφος καταρράχτης μιᾶς συντριμμένης ἔντασης. // Καὶ πάλι οἱ γυναῖκες, / σὰ νὰ μήν εἶδαν τὸ χαμηλωμένο κῦμα τους, θὰ τοὺς ἀφήσουν νὰ πλαγιάσουν, / θ' ἀσχοληθοῦν μὲ τὶς δουλειές τοῦ σπιτιοῦ, ποὺ κρατᾶνε τὰ μάτια χαμηλωμένα, / θὰ γονατίσουν μπροστά στὴ σκάφη νὰ πιάσουν ἀποβραδίς τὸ προζύμι, / σὰ νὰ μὴν πρόσεξαν τὸ κράνος τῶν ἀντρῶν πούπεσε καταγῆς∙ θὰ τὸ μαζέψουν ἥσυχα κι αὐτό, / σὰ νἄταν μιὰ πήλινη γλάστρα, θὰ φυτέψουν ἀργότερα κεῖ μέσα λουλούδια, / μικρά λουλούδια σπιτικά, κάτι γαλάζια λουλούδια πεντάφυλλα, / θὰ τοὺς μαντάρουν, πλάι στὴ λάμπα, τὰ τσουράπια τους / μὲ κεῖνο τὸ ὑπομονετικό ξύλινο αὐγό θὰ τοὺς μαντάρουν / τὴ χιλιοτρυπημένη ἐμπιστοσύνη τους, γιατι οἱ ἄντρες / πολύ περπατᾶνε, πολύ κουράζονται, πολύ φοβοῦνται, πολύ πολεμᾶνε, / κ' εἶναι λεβέντες μὲ τὰ στριφτά μουστάκια τους, τὶς ἄγριες τρίχες τους, τ' ἄγρια ὄργανά τους, / κ' εἶναι παιδιά, κι οὔτε γνωρίζουνε τὴ δύναμή τους, / μονάχα ἀπὸ καυγάδες καὶ παλληκαριές γνωρίζουν, γιατί αὐτοί / δέν ἔμαθαν τὴν πλήρη ἀναμονή μῆνες καὶ μῆνες, καὶ τὴν ἄλλη χρονιά, / αὐτοί δέ φέρνουν μὲς στὰ σπλάχνα τοὺς τὴ ζωή, δέν τὴν ταΐζουν μὲ τὸ σπλάχνο τους / δέν ἀκοῦνε τὰ βήματα τοῦ ἐπερχόμενου μέσα τους / δέν εἰναι ἡ γῆς, μονάχα ὁ σπόρος ποὺ ρίχνεται στὴ γῆς, κ' ὕστερα ὁ κάματος κι ὁ ὕπνος, / ἕνας ὕπνος πλατύς καὶ βαθύς, δίχως ὄνειρα. Τὰ ὄνειρα πάλι τὰ κρατᾶνε οἱ γυναῖκες, μὰ κάποτε / ἀκοῦνε οἱ ἄντρες μὲς στὸν ὕπνο τους, ἀκοῦνε τὰ ἴδια τους τὰ βήματα μέσα στὸν ὕπνο / σά νὰ σηκώθηκαν σὲ μιὰ πομπή τὰ τέλεια ἀγάλματα, / σά νὰ μιλοῦν οἱ πέτρες, τὰ ποτάμια, τὰ δάση, / κι ὁ γνωρισμένος ὕπνος τους περιβάλλει τὴ γῆ καθὼς ὁ ἀγέρας, / τὴ γῆ μὲ τὶς γυναῖκες, τὰ παιδιά, τοὺς αἰῶνες. / Τοῦτος ὁ ὕπνος / γίνεται ἡ γνωριμία ὅλης της ἔκτασης τοῦ βασιλείου μας, / μιὰ σκάλα ριγμένη μέσα στὸ ἄπειρο, / τὸ μέγα ξύπνημα τῆς ὅλης δύναμής μας μέσα σ' ὅλο τὸ φῶς. // Καὶ τότε στρέφουν οἱ ἄντρες καὶ χαμογελᾶνε κ' ὑπομένουν / μὲ τὴ γαλήνια στάση τοῦ κατωρθωμένου, / σὰ νἄχαν κόψει λίγο πρὶν πάνω στὸ γόνατό τους / ἕνα ποτάμι μὲ τὰ δυό τους χέρια – ἔτσι γαλήνια / τόσο που οἱ γυναῖκες τρομάζουν, / χάνονται στὴν κουζίνα, θυμιάζουν τὰ κονίσματα, / ἑτοιμάζουν φασκόμηλο καὶ βεντοῦζες, / καῖνε μοσχοκάρφια στὴ φλόγα τῆς καντήλας, / ρίχνουν σταγόνες λάδι στὸ ποτήρι τὸ νερό, / σταυρώνουν τὸ ψωμί καὶ τὸ προσκέφαλο!.. // Μὰ ὁ ἴσκιος τῆς ξύλινης σκάλας ἀνεβαίνει πάνω ἀπ’ τὸ ταβάνι, / κ' οἱ πλεξοῦδες τὰ κρεμμύδια σαλεύουν ἀπὸ ἀόρατους ἀνέμους σάν πανιά καραβιῶν ποὺ τοὺς παίρνουν τοὺς ἄντρες τους, / καὶ στὰ κρεμασμένα μπρίκια καθρεφτίζονται ἄγνωστα πρόσωπα τῆς παλιᾶς φαμίλιας που ἐπιστρέφουν, // ὁ σταυρός ὁ χαραγμένος στὸ ζυμάρι ὀρθώνεται, / ὁ ἀσβέστης στὸ λάκκο τῆς αὐλῆς ἀρχίζει νὰ κοχλάζῃ, / οἱ πετεινοί λαλοῦνε ὅλη τη νύχτα / σά νὰ ξημερώνῃ ἑφτά φορές, σά νὰ μή νύχτωσε καθόλου, / καὶ τὰ πρόσωπα τῶν ἀρσενικῶν, ἀκόμη καὶ τῶν πιό μικρῶν ἀγοριῶν, ἀστράφτουν μὲς στὸ βράδυ, / γιομᾶτα πιτσιλιές σουβάδες σά νἄχτιζαν ὁλημερίς μιὰ μεγάλη ἐκκλησία / ὅλο γυμνές κολῶνες καὶ πελώρια παράθυρα / χωρίς χρωματιστά τζάμια, χωρίς εἰκόνες, χωρίς ἐπιτάφιους, / μὲ μιὰ ὑψηλή λευκότητα χωρίς σκιά, χωρίς πληγή, χωρίς θάνατο...
- - - -Κ' εἶναι σὰν μιὰ ἔξοδος ἀπ' τὸ χρόνο, σὰν καθήλωση τοῦ χρόνου, σὰν κατάργησή του / ἀπ' τὴν ταχύτητα τῆς σκέψης καὶ τῆς μνήμης καὶ τοῦ ὀνείρου, / κι ἀπ’ τὴν ὑπομονή τῆς ἀνθρώπινης πράξης. / Εἶναι ἡ ἕνωση, εἶπε, / τοῦ ἄντρα καὶ τῆς γυναίκας, τῆς σιωπῆς καὶ τῆς φωνῆς, τῆς ζωῆς καὶ τῆς ποίησης / – καὶ πιά τὸ σφύριγμα τῆς σιγαλιᾶς μέσα στὶς κλειδαρότρυπες τῶν σπιτιῶν δέ γίνεται πίσω ἀπ' τὶς πλάτες σου, / καὶ τὸ φύσημα τῆς νύχτας μὲς στὶς τρῦπες τῶν ἄστρων δέν εἰναι ἑνα σύνθημα / γιὰ κάποιον ἄλλον ποὺ ἐσύ δέν τὸν βλέπεις καὶ ὑπονοεῖ ἐσένα. / Οἱ πόρτεςπάνω καὶ κάτω μένουν ὀρθάνοιχτες∙ φυσάει ὁλόγυρα μὲ παρρησία ὁ ἀγέρας, / καθαρίζει ἡ ἀτμόσφαιρα, τὰ κλειδιά ἀχρηστεύονται ἀπὸ μόνα τους, / κι ὅλος ὁ κάμπος, ὁ ἀρχαῖος, ὁ χοντροκόκκαλος, / τρέμει τὰ μεσάνυχτα σύγκορμος ἀπ’ τὸ βουητὸό τῶν γρύλλων, ἀπ' τὶς κραυγές τῶν βατράχων, ἀπ' τὸ πριόνισμα τοῦ Γαλαξία, / καὶ τὸ φεγγάρι που ἀνεβαίνει τελετουργικά ἀπ’ τὸν ὁρίζοντα / εἶναι σὰν τὸν καινούργιο μουσκεμμένο κουβά που ἀνεβάζει τὸ ἀμίλητο νερό ἀπ’ τὸν Κάτω Κόσμο...
- - - -Τότε τὰ κόκκαλα τῶν Ἑλλήνων – τῶν Ἐνετῶν, τῶν Φράγκων, τῶν Τούρκων, τῶν Ἑλλήνων – / θαμμένα κάτω ἀπο ὁλόκληρα βουνά χρόνια καὶ χώματα ὀρθώνονται / ἔξω ἀπ’ τὶς πρασινισμένες πανοπλίες τους καὶ τὰ σάπια τους ροῦχα / – γυμνά σώματα, εὐαίσθητα, ἀκέρια, / στέρεα κ' ἐρωτικά, μέσα στὴν πρώτη γνωριμία τῶν αἰσθήσεων, / ὄχι ἐχθρικά τὄνα στ' ἄλλο, ὄχι ἀντίπαλα, / μὲ μόνο τους ὅπλο τὴν ἀρχαῖα ἐπιθυμία τους, τὸ αἷμα μας, τὴ μνήμη μας... / Τὰ χέρια τῶν ἄντρων φαρδαίνουν, / ὁ ἀντίχειρας γίνεται ἕνα μεγάλο γεφύρι ἀπ' τοὺς αἰῶνες, / τὰ βουνά εἰναι σὰ γόνιμα στήθια γυναίκας, λεία καὶ ἀγέρωχα, / ὠγκωμένα ἀπ’ τὸ γάλα. / Καὶ τὰ ἱερά ἀνθρώπινα ἐργαλεῖα / κρέμονται στὰ καρφιά τοῦ σπιτιοῦ, ἢ στὰ ἐργαστήρια, / ἥσυχα, σοβαρά, ἀνεξίθρησκα / σάμπως νὰ μήν ὑπῆρχε χωρισμός καὶ χάσμα κι ἀπουσία καὶ στέρηση. / Τὸ ὀδοντωτό πριόνι, μὲ τὸ στενόμακρο σχῆμα μιᾶς χιλιετίας, / τὸ σφυρί, σὰν τὸ ἄγαλμα τῆς ἀντρικῆς γροθιᾶς, / τὸ δρεπάνι, σὰν τὸ ἀνοιγμένο μπράτσο τοῦ ἔρωτα, κ' οἱ μετάλλινες πρόκες, / σὰν τὰ ἐπίμονα δόντια ποὺ κατατρῶνε τὴν ἀπόσταση καὶ τὸ ἄγνωστο, / ἀκόμη καὶ τὰ ξύλινα καρφιά ποὺ καρφώνουν τὰ παπούτσια / εἶναι σὰ μικρά ἀστέρια μπηγμένα σ' ἕνα χαμηλό χρήσιμο στερέωμα. // Ὁ ξυλοφάγος μεμιᾶς σταματάει τὴ δουλειά του κι ἀφουγκράζεται / τὰ πυκνά συντεταγμένα βήματα τῶν σταφυλιῶν, / τοὺς σπόρους που ἀνοίγουν τὶς σκεβρωμένες πόρτες τους∙ κ' ἡ μαύρη μελίγκρα / ποὺ πολιορκοῦσε τὰ κόκκινα φύλλα τῆς ροδιᾶς, σωριάζεται καταγῆς, / καὶ τὰ τριαντάφυλλα ἀνάβουν στοὺς κήπους! Κείνη τὴν ὥρα οἱ ἄντρες / παίρνουν μιὰν ἄλλη οἰκειότητα μὲ τ' ἄστρα∙ καθὼς γυμνοί ἀπ’ τὴ μέση σκύβουν στὸ παράθυρο / εἶναι σὰ νἄκοψαν μὲ τὸ σουγιά τους ἕνα πεπόνι / καὶ νὰ ρίχνουν τοὺς νοτισμένους σπόρους κάτω στὴ νύχτα. Καὶ τὸ τρίξιμο τῶν παλιῶν σανίδων / κάτω ἀπ' τὰ γυμνά πέλματα τῆς γυναίκας ποὺ σηκώθηκε τὰ μεσάνυχτα / ἀποχτάει μιὰν εἰλικρίνεια κι ἀγαθότητα, σάμπως νὰ λέῃ τὸ φαγωμένο πάτωμα: // Πάτα ἐλεύθερα! Τὰ παιδιὰ κοιμοῦνται ἥσυχα. Ἔπεσε ὁ πυρετός τους... Κ' οἱ γυναῖκες / χαμογελοῦν πάλι ὁλομόναχες μὲς στὴ σοφία τῆς διάρκειας, / καὶ τὰ παιδιά χαμογελοῦν στὸν ὕπνο τους / σά νἄμαθαν μεμιᾶς τὸ μυστικό τῆς ἀρχιτεκτονικῆς μέσα στὴν ἴδια του τὴ μυστικότητα / ἀπ' τοὺς χωματένιους προμαχῶνες τῆς σφήκας, μὲ τὶς πολλές ἀπύθμενες ὀπές, / κι ἀπ' τὰ κέρινα ἑξάγωνα κελλάρια τῆς μέλισσας.
- - - -Ἴσως ἔτσι νὰ μάθαμε καὶ μεῖς ἀργότερα, ἀπ’ τὰ παιδιά ποὺ ὑπήρξαμε, / ἀπ’ τὶς γυναῖκες, ἀπ' τὶς μέλισσες, ἀπ' τ' ἄστρα, / ἀπ' τὴν ἀνάμνηση, ἀπ' τὴν πράξη, ἀπ' τὴ θέληση, / τὴν τάξη καὶ τὴν οἰκονομία τῆς φύσης, τοῦ σπιτιοῦ, τοῦ γραφείου, τοῦ σώματός μας...

- - - -Ὅλα δικά μας – εἶπε ὁ Ξένος – ὅλα τοῦ κόσμου τούτου ! / Καὶ τοὺς νεκρούς μας τοὺς κουβαλᾶμε μέσα μας, / χωρίς ὁ χῶρος νὰ στενεύῃ, χωρίς νὰ βαραίνουμε∙ / συνεχίζουμε τὴ ζωὴ τοὺς ἀπ' τὶς βαθειές στοές καὶ τὶς ἔρημες ρίζες, / τὴ δική τους ζωή, τὴ δική μας ἀκέρια μὲς στὸν ἥλιο. Τότε ἀκριβῶς εἶναι ποὺ γίνεται / μιὰ μεγάλη ἡσυχία, μιὰ μεγάλη διαφάνεια∙ / διακρίνονται πέρα τὰ γαλανά νησιά καὶ τὰ νησίδια ποὺ ποτέ ὣς τότε δέ φάνηκαν, / κι ἀκούγεται εὐδιάκριτα ἡ χορωδία τῶν μικρῶν κοριτσιῶν ἀπ' τὴν ἀντίπερα ὄχθη / – τῶν μικρῶν κοριτσιῶν ποὺ φύγανε νωρίς, ἀφήνοντας / μισοτελειωμένη τὴν πρώτη τους συνομιλία μὲ μιὰ μαργαρίτα...

- - - -Σᾶς ἔλεγα, λοιπόν, πὼς δέν ὑπάρχει ὁ θάνατος – τελείωσε ὁ Ξένος, / ἥμερα, ἁπλά, τόσο ποὺ ἐμεῖς χαμογελάσαμε χωρίς δισταγμό, / δέ φοβηθήκαμε τοὺς σκεπασμένους καθρέφτες. Ἕνας τρίγωνος ἥλιος στὸν ἀπέναντι τοῖχο / εἶχε ἐπιμηκυνθῆ, φωτιζόταν ὁλόκληρο τὸ βορεινό δωμάτιο / ἀπὸ μιὰ μόνιμη ἀντανάκλαση... Μᾶς πῆρε τὸ ἄρωμα / ἀπὸ βουνά καρπῶν ποὺ ξεφορτῶναν στὰ μανάβικα. / Ἀκούσαμε τοὺς χτύπους στὸ γειτονικό σιδεράδικο καὶ τὰ τρὰμ ποὺ ἔστριβαν δίπλα στὰ κρεοπωλεῖα... // Εἴχαμε τὴν ἰσόρροπη αἴσθηση μιᾶς ἀφάνταστης εἰρηνικῆς συγκομιδῆς, / ἀπὸ μεγάλες, τετράδιπλες, ζαχαρωμένες ντομάτες, τοποθετημένες / μὲ προσοχή καὶ τάξη σὲ ὀρθογώνια καφάσια, ποὺ μεταφέρονταν / ἀπ' τὶς ἀγροτικές περιοχὲς ἴσα στὶς ἀγορές τῶν πόλεων καὶ στὰ πολύβουα λιμάνια..- / πελώρια αὐτοκίνητα τρέχαν στοὺς ἡλιόλουστους δρόμους, / σὰ μυστικά ὁλοπόρφυρα βουνά... / Σηκωθήκαμε, / ξεσκεπάσαμε τοὺς καθρέφτες, κοιταχτήκαμε, / κ' ἤμασταν νέοι πρὶν ἀπὸ χιλιάδες χρόνια, νέοι / ὓστερ' ἀπὸ χιλιάδες χρόνια, γιατι ὁ χρόνος κι ὁ ἥλιος / ἔχουν τὴν ἴδια ἡλικία: τὴν ἡλικία μας! / Κι αὐτό τὸ φῶς δέν ἤτανε καθόλου ἀντικατοπτρισμός, / μὰ τὸ δικό μας φῶς, φιλτραρισμένο μέσα ἀπ’ ὅλους τους θανάτους! // Κι αὐτός ὁ Ξένος ἦταν ὁ πιό δικός μας!.. Οἱ γυναῖκες τοῦ ζέσταιναν νερό νὰ πλυθῆ, / οἱ ἄντρες βγῆκαν νὰ ψωνίσουν γιὰ τὸ τραπέζι. Τὸ πιὸ μικρό κορίτσι τοῦ σπιτιοῦ / ἔφερε παστρικές πετσέτες, ἕνα μικρό ρόδινο μοσκοσάπουνο, / ἕνα κύπελλο ζεστό νερό, τὸ μεγάλο πινέλο τοῦ ξυρίσματος, / καὶ τ' ἀκούμπησε πλάι στὸν ὁλόγυμνο καθρέφτη. // Ὁ ἀτμός ἀπ' τὸ ζεστό νερό χνώτιζε λίγο-λίγο τὸν καθρέφτη, σάμπως νὰ τὸν ἕντυνε καὶ πάλι, / καὶ τὸ πρόσωπο τοῦ Ξένου, ποὺ ἄρχισε νὰ ξυρίζεται, / μὲς ἀπ' τὶς σαπουνάδες θαμποφαίνονταν, μὲς στὸ ὄρθιο κρύσταλλο, / ἀγαθό, νεανικό καὶ μειλίχιο σὰν πρωινό φεγγάρι...

Γιάννης Ρίτσος


Το ποίημα του Γιάννη Ρίτσου "Οταν έρχεται ο Ξένος" (1958) περιλαμβάνεται στον τόμο "Τέταρτη διάσταση".




1 Νοεμβρίου 2020

Thomas Bainas - If (poem by R. Kipling)(2020)


Thomas Bainas - If (poem by R. Kipling)
Music, Synthesizers, Computers, Arranged, Programmed and Produced by Thomas Bainas. 
Lyrics by the Poet Rudyard Kipling.
Voice by Martin Harris.
Greece November 2020.



("If—" is a poem by English Nobel laureate Rudyard Kipling (1865–1936), written circa 1895 as a tribute to Leander Starr Jameson. It is a literary example of Victorian-era stoicism. The poem, first published in Rewards and Fairies (1910), ch. 'Brother Square-Toes,' is written in the form of paternal advice to the poet's son, John).


"If you can keep your head when all about you
Are losing theirs and blaming it on you;
If you can trust yourself when all men doubt you,
But make allowance for their doubting too;
If you can wait and not be tired by waiting,
Or, being lied about, don’t deal in lies,
Or, being hated, don’t give way to hating,
And yet don’t look too good, nor talk too wise;

If you can dream—and not make dreams your master;
If you can think—and not make thoughts your aim;
If you can meet with triumph and disaster
And treat those two impostors just the same;
If you can bear to hear the truth you’ve spoken
Twisted by knaves to make a trap for fools,
Or watch the things you gave your life to broken,
And stoop and build ’em up with wornout tools;

If you can make one heap of all your winnings
And risk it on one turn of pitch-and-toss,
And lose, and start again at your beginnings
And never breathe a word about your loss;
If you can force your heart and nerve and sinew
To serve your turn long after they are gone,
And so hold on when there is nothing in you
Except the Will which says to them: “Hold on”;

If you can talk with crowds and keep your virtue,
Or walk with kings—nor lose the common touch;
If neither foes nor loving friends can hurt you;
If all men count with you, but none too much;
If you can fill the unforgiving minute
With sixty seconds’ worth of distance run—
Yours is the Earth and everything that’s in it,
And—which is more—you’ll be a Man, my son"!

Rudyard Kipling - 1865-1936



"Αν να κρατάς μπορείς το λογικό σου, όταν τριγύρω σου όλοι τά’ χουν χαμένα και σ’ εσένα ρίχνουν την αιτία,
Αν να εμπιστεύεσαι μπορείς τον ίδιο τον εαυτό σου, όταν ο κόσμος δεν σε πιστεύει, κι αν μπορείς να του συχωρνάς αυτή τη δυσπιστία,
να περιμένεις αν μπορείς, δίχως να χάνεις την υπομονή σου,
κι αν όλοι σε συκοφαντούν, να μη καταδεχθείς ποτέ το ψέμα,
κι αν σε μισούν εσύ ποτέ σε μίσος ταπεινό να μην ξεπέσεις,
μα να μην κάνεις τον καλό ή τον πολύ σοφό στα λόγια,
Αν να ονειρεύεσαι μπορείς και να μην είσαι δούλος των ονείρων,
Αν να στοχάζεσαι μπορείς δίχως να γίνει ο στοχασμός σκοπός σου,
Αν ν’ αντικρίζεις σού βαστά το θρίαμβο και τη συμφορά παρόμοια,
κι όμοια να φέρνεσαι σ’ αυτούς τους δυο τυραννικούς απατεώνες,
Αν σου βαστά η ψυχή ν’ ακούς, όποιαν αλήθεια εσύ είχες ειπωμένη,
παραλλαγμένη απ’ τους κακούς, για να’ ναι για τους άμυαλους παγίδα,
ή συντριμμένα να θωρείς όσα σου έχουν ρουφήξει τη ζωή σου,
και πάλι να ξαναρχινάς να χτίζεις μ’ εργαλεία που ‘ναι φθαρμένα,
Αν όσα απόκτησες μπορείς, σ’ ένα σωρό μαζί να τα μαζέψεις
και δίχως φόβο μονομιάς κορώνα ή γράμματα όλα να τα παίξεις
και να τα χάσεις και απ’ αρχής ατράνταχτος να ξεκινήσεις πάλι
και να μη βγάλεις και μιλιά ποτέ γι’ αυτόν τον ξαφνικό χαμό σου,
Αν νεύρα και καρδιά μπορείς και σπλάχνα και μυαλό, όλα να τα σφίξεις,
να σε δουλέψουν ξαναρχής κι ας είναι από πολύν καιρό σωσμένα
και να κρατιέσαι πάντα ορθός, όταν δε σου ‘χει τίποτα απομείνει
παρά μονάχα η θέληση, κράζοντας σ’ όλα αυτά «βαστάτε»,
Αν με τα πλήθη να μιλάς μπορείς και να κρατάς την αρετή σου,
με βασιλιάδες να γυρνάς δίχως απ’ τους μικρούς να ξεμακραίνεις,
Αν μήτε φίλοι μήτ’ εχθροί μπορούνε πια ποτέ να σε πειράξουν,
όλο τον κόσμο ν’ αγαπάς, μα και ποτέ πάρα πολύ κανένα,
Αν του θυμού σου τις στιγμές, που φαίνεται αδυσώπητη η ψυχή σου,
μπορείς ν’ αφήσεις να διαβούν την πρώτη ξαναβρίσκοντας γαλήνη,
δική σου θα’ ναι τότε η γη μ’ όσα απάνω της κι αν έχει,
και κάτι ακόμα πιο πολύ:
Άντρας αληθινός θά’ σαι παιδί μου"!

3 Ιανουαρίου 2020


"Broken Wings (Σπασμένα φτερά)" 
Music, Synthesizers, Computers, Arranged, Programmed and Produced by Thomas Bainas. 
Lyrics by Greek Poet Kostas Karyotakis ("Σὰν δέσμη ἀπὸ τριαντάφυλλα", "Ὅλα τὰ πράγματά μου ἔμειναν"). 
Voice by Mirka Kalatzopoulou.
Greece January 2020.





Σὰν δέσμη ἀπὸ τριαντάφυλλα εἶδα τὸ βράδυ αὐτό. Κάποια χρυσὴ, λεπτότατη, στοὺς δρόμους εὐωδιά. Καὶ στὴν καρδιὰ αἰφνίδια καλοσύνη. Στὰ χέρια τὸ παλτό, στἀνεστραμμένο πρόσωπο ἡ σελήνη, Ἠλεκτρισμένη ἀπὸ φιλήματα θἄλεγες τὴν ἀτμόσφαιρα. Ἡ σκέψις, τὰ ποιήματα, βάρος περιττό. Ἔχω κάτι σπασμένα φτερά. Δὲν ξέρω κὰν γιατὶ μᾶς ἦρθε τὸ καλοκαίρι αὐτό. Γιὰ ποιὰν ἀνέλπιστη χαρά, γιὰ ποιὲς ἀγάπες, γιὰ ποιὸ ταξίδι ὀνειρευτό.

Ὅλα τὰ πράγματά μου ἔμειναν ὅπως νἄχω πεθάνει πρὶν ἀπὸ καιρούς. Σκόνη στὴ σκόνη ἐγέμισεν ὁ τόπος, καὶ γράφω μὲ τὸ δάχτυλο σταυρούς. Ὅλα τὰ πράγματά μου ἀναθυμοῦνται μιὰν ὥρα ποὺ περάσαμε μαζί, σ' ἐκείνη τὰ βιβλία μου λησμονοῦνται, σ' ἐκείνη τὸ ρολόι ἀκόμα ζῆ. Ἤταν εὐτυχισμένη τότε ἡ ὥρα, ἤταν ἕνα δείλι ζωγραφιστό. Ἔχω πεθάνει τόσα χρόνια τώρα, κ' ἔμεινε τὸ παράθυρο κλειστό. Κανένας, οὔτε ὁ ἥλιος, πιὰ δὲ μπαίνει. Τὸ ἐρημικό μου σπίτι ἀντιβοεῖ στὴν ὥρα κείνη ἀκόμα, ποὺ σημαίνει, αὐτὴ μονάχα, βράδυ καὶ πρωί. Δὲν ξέρω δῶ ποιὸς εἶναι τώρα ὁ τόπος δὲν ξέρω ποιὸς χαράζει τοὺς σταυρούς, κι ὅλα τὰ πράγματά μου ἔμειναν ὅπως νἄχω πεθάνει πρὶν ἀπὸ καιρούς.

Κώστας Καρυωτάκης - Ελεγεία και σάτιρες (1927)

21 Δεκεμβρίου 2019

Thomas Bainas - Silent Night



"Silent Night" Synthesizers, Computers, Arranged, Programmed and Produced by Thomas Bainas with the use of Yamaha CS-10, 
Korg M-1, Korg Poly-800, Logic Pro X. 
Recorded on December 2019 - Greece.

"Silent Night" (German: "Stille Nacht, heilige Nacht") is a popular Christmas carol, composed in 1818 by Franz X. Gruber to lyrics by Joseph Mohr in the small town of Oberndorf, Salzburg, Austria. The song was first performed on Christmas Eve 1818 at St. Nicholas parish church in Oberndorf, a village in the Austrian Empire.

28 Ιουλίου 2019

Beta Section - Astrolabe (2019)

Buy the song sending mail to thomasbainas@yahoo.gr
Beta Section "Astrolabe" (greek word "αστρολάβος").
Music, Synths, Computers, Programmed, Arranged by 
Beta Section (Thomas Bainas) used Yamaha CS10 (1977) and CS2X (1999) Synthesizers and Logic Pro X.
A Studio Enigma Production - 2019 Greece.

(Astrolabe is an elaborate inclinometer, historically used by astronomers and navigators to measure the altitude above the horizon of a celestial body, day or night. It can be used to identify stars or planets, to determine local latitude given local time (and vice versa), to survey, or to triangulate.

Ο αστρολάβος είναι ένα ιστορικό αστρονομικό όργανο το οποίο χρησιμοποιούσαν οι ναυτικοί και οι αστρονόμοι για την ναυσιπλοΐα και την παρατήρηση του Ήλιου και των αστεριών από τον 3ο αιώνα π.Χ. μέχρι τον 18ο αιώνα μ.Χ., μετά τον οποίο χρησιμοποιήθηκε ένα πιο εξελιγμένο όργανο, ο εξάντας. Χρησιμοποιώντας τον αστρολάβο προέβλεπαν τις θέσεις του ήλιου της σελήνης, των πλανητών και των άστρων. Με τη βοήθεια του αστρολάβου είναι δυνατό να βρεθεί η ώρα αν είναι γνωστό το γεωγραφικό μήκος και πλάτος ή αντίστροφα.
Η εφεύρεσή του αποδίδεται στον Έλληνα αστρονόμο και μαθηματικό Απολλώνιο τον Περγαίο (πιθανότατα γύρω στο 220 π.Χ.) και λίγο αργότερα στον Ίππαρχο).





Beta Section - Astrolabe (extended)

10 Μαΐου 2019

H «Οδύσσεια» Η Κορυφαία Ιστορία Που Διαμόρφωσε Τον Κόσμο.

Το αριστούργημα του επικού ποιητή βρέθηκε στην πρώτη θέση της λίστας του BBC σχετικά με τα έργα που στιγμάτισαν την ιστορία της ανθρωπότητας, διαμορφώνοντας κοσμοθεωρίες.
Η «Οδύσσεια του Ομήρου, το δεύτερο κατά σειρά έπος που δημιουργήθηκε στις απαρχές της ανθρώπινης ενασχόλησης με την συγγραφή κειμένων, ανακηρύχθηκε ως η κορυφαία ιστορία που διαμόρφωσε τον κόσμο, καταλαμβάνοντας την πρώτη θέση στην σχετική λίστα του BBC Culture.

Το BBC Culture ζήτησε από δεκάδες ειδικούς ανά τον κόσμο να δημιουργήσουν την κορυφαία πεντάδα σχετικά με τις ιστορίες που συνέβαλαν στην ανάπτυξη και την εξέλιξη της παγκόμσιας κουλτούρας και σκέψης.

Έτσι τουλάχιστον 108 συγγραφείς, δημοσιογράφοι, πανεπιστημικοί, κριτικοί και μεταφραστές από 35 κράτη, επέλεξαν τα βιβλία, τα μυθιστορήματα, τα ποιήματα και τα θεατρικά έργα που άφησαν ανεξίτηλο το στίγμα τους στην εξέλιξη του ανθρώπινου είδους.

Στην κορυφή βρέθηκε η Οδύσσεια του Ομήρου και ακολουθεί στη δεύτερη θέση η «Καλύβα του μπαρμπα-Θωμά», ενώ η πρώτη δεκάδα κλείνει με το έτερο αριστούργημα του Ομήρου, την Ιλιάδα.

Αναλυτικά η πρώτη δεκάδα, που συμπεριλαμβάνει μοναδικά αριστουργήματα της ανθρώπινης έμπνευσης

1. Οδύσσεια (Όμηρος, 8ος αιώνας πΧ)

2. Η Καλύβα του μπαρμπα-Θωμά (Χάριετ Μπίτσερ Στόου, 1852)

3. Φρανκενστάιν (Μαίρη Σέλεϊ, 1818)

4. 1984 (Τζορτζ Όργουελ, 1949)

5. Τα πάντα γίνονται κομμάτια (Τσινούα Ατσέμπε, 1958)

6. Χίλιες και Μία Νύχτες (πολλαπλοί συγγραφείς, 8ος- 18ος αιώνας)

7. Δον Κιχώτης (Μιχαήλ Θερβάντες, 1605-1615)

8. Άμλετ (Σαίξπηρ, 1603)

9. 100 Χρόνια Μοναξιά (Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, 1967)

10. Ιλιάδα (Όμηρος, 8ος αιώνας πΧ).

[gazzetta.gr]

6 Μαΐου 2019

Thomas Bainas - Tu Sais, Je T'Aime (You Know, I Love You) 2019

Thomas Bainas "Tu Sais, Je T'Aime (You Know, I Love You)"  
Synthesizers, Computers, Arranged, Programmed, Mixed, Produced by Thomas Bainas (Greece - May 2019). 
(Original song by Joe Dassin "L' ete Indien".  Written by  Lemesle, Losito,  Delanoë, Ward, Gutugno, Pallavicini 1975 - Intro voice by Joe Dassin).





Thomas Bainas "Tu Sais, Je T'Aime" (rad)



Thomas Bainas "Tu Sais, Je T'Aime" (Extended)

25 Φεβρουαρίου 2019

Recreating The ’80s Home Studio Experience

Nostalgia is a kind of selective memory. From our 21st-century perspective, the past stretches out like a golden landscape of great music, classic gear and bizarre haircuts, and we tend to overlook the fact that there were plenty of dreadful records in the ’70s and ’80s — and that many of the great ones were made despite, not because of, the equipment then available. It’s also easy to forget that the gap between home and professional studio environments was once a gaping chasm. Much of the equipment that is revered as ‘vintage’ today would have been available only in professional studios in 1985, and far too expensive for most home-studio operators.
With that in mind, we thought that a fitting way to mark SOS’s 30th anniversary would be to revisit home recording as it really was in the mid-’80s. We set out to assemble a setup that would include only equipment that was realistically within the reach of the average SOS reader, and use it to program, record and mix a complete pop song — in an ’80s musical style, naturally!

The Lie Of The Land

Sound On Sound was launched in response to a revolution in project-studio music recording. The advent of the MIDI protocol, MIDI sequencers, timecode-based synchronisers and narrow-gauge multitrack, all in the first half of the 1980s, meant it was becoming practical for hobbyist musicians to create complete tracks. Suddenly, eight- and 16-track recording was no longer solely the province of professional studios; but perhaps just as significantly, sequenced MIDI synth sounds and drums could both augment track count and maintain audio quality by being run into the final mix as synchronised live sources, rather than being recorded to multitrack.
Instruments such as the Yamaha DX7, Roland Juno 106 and Korg Polysix were bringing polyphonic synthesis to a mass market; Akai and Emu were doing the same with sampling, and with a little imagination it was possible to extract plausible rhythm tracks from a new generation of drum machines. There was a good selection of relatively affordable mixers to tie everything together, and even luxuries such as digital reverb were starting to become a realistic prospect for home-studio operators. For the first time ever, talented amateurs could create sophisticated recordings without the help of other musicians or engineers.
Yet, at the same time, many other technologies we now take for granted still lay in the future. Affordable sample-based synths and workstation keyboards would not appear until the later part of the decade. Steinberg had yet to create the ubiquitous Arrange Page, the graphical template to which today’s sequencing software adheres. Digital recording was in its infancy, so not only were luxuries such as non-linear editing and plug-in processing unknown, but unless you were lucky enough to own a Sony PCM F1 converter, master mixes had to be recorded to quarter-inch analogue or cassette tape. And entire market sectors that thrive today, such as active monitors, acoustic treatment and affordable capacitor microphones, had yet to be created at the launch of SOS.

Assembling The Studio

Of those SOS staff based in our offices near Cambridge (a list that does not include founders Ian and Paul Gilby, Editor in Chief Paul White or Technical Editor Hugh Robjohns), only Editorial Director Dave Lockwood worked in ’80s home studios first time around. His recollection of the typical home-studio setups of the time — described in the ‘What Would You Find In An ’80s Home Studio?’ box — became our template in setting up the studio. His attic also proved an invaluable source of period-correct equipment, including the centrepiece of the entire setup: an Atari 1040ST home computer, complete with MIDI synchroniser and a copy of C-Lab’s Notator sequencer.
Other team members were able to beg, steal or borrow a few other typical home-studio items: a 16-channel Soundcraft 200SR mixer, a pair of Yamaha REV7 digital multi-effects units and a Fostex M80 quarter-inch eight-track tape machine. However, although we could muster various ‘vintage’ synths between us, what none of us had was a suitable selection of early MIDI instruments. With that in mind, we turned to leading UK hire firm FX Rentals, who very kindly lent us several key pieces from their vast treasure trove of music gear: an original Yamaha DX7, a Roland Juno 106 polysynth and TR707 drum machine, and an Akai S950 rackmounting sampler.
Assembling this lot brought home how unwieldy the home studios of yore were. Our setup might have been a typical ‘bedroom studio’, but anyone who managed to fit that lot into his or her bedroom would struggle to do any actual going to bed too! Even in SOS’s large meeting room, it was a challenge to arrange it all in such a way that all of our cables reached, and everything was accessible, while any changes to the setup would plunge us into feverish sessions of patching and re-patching. Since the Soundcraft mixer was a live-sound variant with no tape returns and only four groups, this had to be done on a regular basis. In some cases it was also a headache to find appropriate cables: the main outputs of the mixer, for example, appeared only on male XLRs, which needed somehow to be connected to RCA phono inputs on our master recorders and be paralleled to our monitors.

The Write Stuff

Our first challenge was to find a suitable song to work on. We toyed with the idea of covering an actual ’80s hit, but this would have posed copyright problems, and we didn’t want to be tied to slavishly recreating existing sounds. Nor did we want to begin with a song that had already been demoed or arranged using modern equipment and techniques. We also felt it would be nice to have a lyrical theme that tipped its hat to the decade in question. Reviews Editor Chris Korff supplied that with his genius title ‘Love Is A Two Player Game’, and from there it was a relatively straightforward process to weld some vaguely suggestive ’80s video-game references to cheesy extended chords of the kind favoured in ’80s white soul. I made a deliberately rough demo with vocal and acoustic guitar, leaving lots of space that could be filled in later with characteristic ’80s arrangement ideas.

Messing With MIDI

As we started the project before our hire synths arrived, Dave Lockwood and I decided to try to get a head start by hooking the Atari up to a Yamaha MU50 General MIDI sound module, and roughing out the MIDI arrangement.
Dave picks up the story:
 “I have no idea why I’ve kept an Atari computer in my attic for the last 25 years, but having dug it out for this project, I can’t say I really expected it to power up, never mind to find all the necessary peripherals — you know how there’s always a vital part missing when you revisit old technology. But, there I was with a 1040, its dedicated, small monochrome monitor, a mouse and copies of C-Lab’s Creator and Notator on floppy disk, complete with the all-important hardware dongle. The only dongle I could find was for Notator, so we would have to use that, and my Version 1.0 disks seemed to have all been updated to Version 3.0, but that really didn’t matter, as we wouldn’t be using anything that wasn’t in Version 1.0.
“The software fired up first time. Amazing. It wouldn’t always do that when it was new. Then I installed my E-Magic Unitor SMPTE sync box, causing Notator to hang at the end of loading. Cleaning the tarnished connectors worked its usual magic and we were up and running. Now all I had to do was remember how to work it all.
“To be strictly ‘period correct’ it should probably have been a less sophisticated SMPTE sync box — something like an XRI Systems unit, maybe — and Steinberg’s pioneering Pro 24 doing the sequencing, but we had the Unitor and knew that it worked. Creator/Notator was also what I spent many years using in the mid-to-late ’80s, so even though I hadn’t looked at it for the best part of 25 years, I reckoned it would all come back pretty quickly.
“Notator (Creator is the same sequencer without musical notation) is a pattern-based sequencer with a very powerful Arrange mode for song construction. Becoming reacquainted with it for this project reminded me just what a powerful tool that mode is when building the early shell of a MIDI arrangement. No modern DAW is quite so fast at changing the length of whole sections or adding repeats with small variations. Huge structural changes can be made with a single numeric variable.
“Tempo was established using the system click, and then a simple shell drum part, step-programmed with kick, snare and hi-hat. In recognition of the number of sequencer-based ‘80s hits that were between 120 and 125 bpm, 4/4 time, with drums and keyboards hard-quantised to 16ths, we created a song based on exactly that, settling on a tempo of 123bpm.
“Looking at the 16 empty tracks of Pattern 1, I could remember that step writing was done in the track Edit window and, eventually, that notes were inserted by dragging the Note icon (pleasingly, actually the word ‘Note’) to the work area where they appear with the usual parameter set: note pitch, MIDI channel, velocity and position.”

Steps & Patterns


“With a pattern-based sequencer, positional data always relates to position within the pattern, not the arrangement, so the start of your pattern is always 1.1.1.1 and halfway through an eight-bar pattern is therefore always 5.1.1.1. This makes step writing easy, as you always know where you are in the pattern, even if you have no idea what position that would be in the overall arrangement. Segment Copy took our two bars of basic drums up to eight bars, which was the longest individual pattern length required by the song.
“The vintage keyboards and drum machine that we were going to be using had not arrived in time for our programming session, so we were temporarily using a hardware General MIDI module for sounds. Nonetheless, we were careful to choose sounds that were as close as possible to the ones we would actually be using. Our GM module had a DX-style Rhodes and an analogue synth-like pad that would cover the work of the DX7 and Juno 106 that we were awaiting. The note allocations for the drums, which were to come from a Roland TR707, were reliably standard, although I miscalculated both the number of toms and crash cymbals, and forgot that the actual 707 ride cymbal would sound like a trash can being hit with... probably another trash can. We would rethink that one in the later programming.
“At this stage, we still planned to use real bass guitar, so a very basic synth bass playing eighth notes gave us our basic feel for the programming work.
“With Arrange mode turned on, patterns are placed in a list that is played out sequentially, so our basic working method was to create a pattern for each of our major sections: intro, verse, chorus, and so on. The simplified harmonic shape of the piece was outlined with the pad sound, and the Rhodes-like voice used to replicate the distinctive DADGAD-tuned acoustic guitar part Sam had used to write the song. Some of those voicings were then simplified in deference to parts that we thought would be added later.
“Notator’s Arrange mode has a set of track mutes that are associated only with Arrange entries, not the patterns themselves. This means you can use the same pattern a number of times whilst muting and unmuting different tracks each time it is played — perfect for a simple song structure where you might want to vary just the drum fill into the next part. Nine patterns covered all the sections, given the variations that could be generated by the Arrange mutes, and in an afternoon we were able to create a complete framework for the song that could be used to program more detailed MIDI parts and ultimately sync to tape for audio overdubs.”

Adapting The Arrangement

Despite occasional frustrations, we got things done surprisingly quickly, and one day’s work was enough for us to generate a near-complete MIDI arrangement of the song. This, I think, was mainly down to the simplicity of the Notator system compared with a modern DAW.
 The lack of a graphical arrange page, tempo track or piano-roll editor closed off some of the options we might otherwise have explored in a modern DAW; there’s a limit to what you can do, but what’s possible can be achieved with a speed and immediacy that is lacking in today’s vastly more complex music software. Likewise, the knowledge that most aspects of the arrangement have to be fixed before you can record any audio forces you to make decisions rather than put them off until mixdown.
Even on the much-maligned General MIDI sound palette, our draft arrangement sounded pretty good, with appropriately brash drums, lush keyboard pads and punchy synth bass. We couldn’t wait to hear the effect of translating it onto period-correct, sought-after vintage instruments. With a sense of real anticipation, we unpacked the DX7, Juno and TR707 from their flight cases, dug out yet more MIDI cables, selected the classic Rhodes piano and string pad patches and pressed Play.
It was awful.
The richness and density of our arrangement was completely lost. Classic synths though they are, the DX and Juno sounded thin and weedy in isolation. Compared with the MU50, the DX seemed to have an exaggerated response to note velocity, which made even a simple keyboard part sound horribly uneven, while the Juno simply wouldn’t play even a basic melody part without randomly dropping notes. And although the TR707’s chunky kick and snare sounds held up well, its MIDI spec was about as basic as it could be, more or less responding only to Note On messages and nothing else.
Although we did have access to an original Korg MS20, we didn’t have a MIDI-CV converter handy, so we cheated slightly and pressed the reissue MS20M into service on bass. As if to show solidarity with the instruments of 30 years ago, it too turned out to have an incomprehensible MIDI spec, and it took us at least half an hour to figure out how to change the channel on which it received notes.
In a modern context, it would have been the work of moments to shove a compressor plug-in over the DX piano, but that wasn’t an option for home studios of the ’80s. Happily, Notator actually features quite a comprehensive set of real-time MIDI processors and effects, so although some manual editing of note velocity was necessary, adding some MIDI compression took care of the worst of it. Meanwhile, it turned out that the one thing that the Juno would reliably respond to was program change messages, so we were able to program a couple of slightly different patches for different sections of the song. Once we’d fired up the REV7s and added swathes of cheap reverb to everything, it was beginning to come back together again, though we eventually ended up keeping a few of the more incidental GM sounds, simply because they sounded so gloriously ’80s.

Trouble With Tape

With our MIDI arrangement almost complete, it was time to think about recording some audio. We had a tape machine, we had tape, we had looms and isopropyl alcohol for cleaning the heads.
 What could possibly go wrong? Pretty much everything, as it turned out, as Dave recalls: “We started with a Foxtex M80 quarter-inch eight-track, found that it wasn’t working properly, went to a B16 that we also soon found didn’t work properly, nearly bought a Tascam 38 on eBay, tried to borrow an R8, and then fixed the M80 that we started with. Of course, it didn’t stay fixed: tracks one and eight ceased recording as soon as we got everything plumbed in, but we decided this was not too atypical of the ‘80s home-studio experience, and agreed to press on regardless. With track eight inoperative, track seven became our new ‘edge track’ to be used for SMPTE timecode, which left five working tracks for audio.”
If there was one positive that surprised us about the tape experience, though, it was the resilience of the synchroniser. Despite the indignities to which our timecode track was subjected by the tape machine, we never once lost sync, and the Atari would resume MIDI playback almost as soon as the recorder got up to speed.
We had always planned to run the MIDI instruments live at mixdown, but even then, given that we had hoped to record doubled lead and backing vocals, at least two electric guitar tracks, acoustic guitar and fretless bass, it wasn’t obvious how we were going to fit everything in. Putting off that dilemma for the time being, we started by recording electric guitar.

Clean, Compressed & Clicky

When we think of the sounds that define the ’80s, it’s perhaps not guitar tones that spring immediately to mind. If anything, it’s probably remembered as a decade when guitar music was pushed out of the mainstream by synth-pop. Nevertheless, there were some guitar sounds that are very characteristic of the era. Having worked as a session guitarist as well as a producer/engineer, Dave Lockwood was in the perfect position to recapture these. 
“If pushed to think of a typically ’80s guitar sound, many of us would probably identify ‘clean, compressed, ‘clicky’ DI’d Strat’ as a candidate. The ‘clean’ setting of a Tom Scholtz Rockman box is probably responsible for popularising this sound, but a nicer version of it, with less noise, can be achieved with a suitably squashy compressor pedal straight into a DI box. For this we used a ’70s Strat, on the ‘inbetween’ setting between bridge and middle pickups, through a clone of the MXR Dynacomp compressor, which kills the transients to just the right extent, feeding a 1980 BSS active DI box with a very useful 8kHz low-pass filter setting.
“Even in the smaller home and project studios of the ‘80s, most players generally preferred to mic an amp for any distorted guitar parts, whenever possible. Acceptable DI solutions simply weren’t available, perhaps until the advent of the Tom Scholtz Rockman — although some might argue the assertion that the Rockman’s distorted sound approached acceptability!
“A slightly later, and better, DI solution was the original SansAmp pedal. I discovered you can make one of those sound a bit like a Rockman if you dial it in really badly, but you wouldn’t have thanked me for treading all over the track with that, and in the end I settled for something fairly generically amp-like from the SansAmp using its Mesa Boogie settings. The same sound was used for the crunchy chording and the second half of the solo.”

Recording With A Microphone 

Dave’s electric guitar parts occupied two of our five available tape tracks, albeit with occasional gaps. Next up, we decided, would be acoustic guitar: our first foray into recording an acoustic source. These days, we are spoilt for choice regarding studio microphones, but prior to the influx of affordable Chinese-built capacitor mics in the ’90s, it was a very different state of affairs, and it would be a rare home studio that owned a range of mics for different purposes. Much more likely was that a single half-decent mic would be pressed into service on any source, and we decided that the only mic available to our time-capsule home studio would be an AKG C451 with the CK1 cardioid capsule. This combination is still widely used today on acoustic guitar, but probably isn’t something most of us would reach for on male or female vocals!
Today, many home-studio owners probably have at least one fancy outboard mic preamp, or perhaps a ‘voice channel’ with compression and EQ built in, but such indulgences were unknown in 1985. You recorded through your mixer, and if, like ours, that mixer was a Soundcraft 200SR, your processing options were limited to fixed, four-band EQ.
 We did allow ourselves a pop shield, since small-diaphragm capacitor mics are very susceptible to plosives, but although our improvised studio space was quite boxy, we decided that acoustic screens such as the SE Reflexion Filter were a definite no-no for the time.
The dynamic range available on even the most basic of today’s computer-based recording systems typically exceeds 100dB, meaning that you can pretty much leave as much headroom as you like when recording quiet or dynamic instruments; the limitation on the dynamic range in the recording will be due to ambient noise in the recording space rather than system noise. Things are a bit different when recording to narrow-band tape on a poorly maintained, 30-year-old eight-track machine, and it took some juggling of gain pots and a firm strumming hand to get a decent level to tape. The C451’s fierce high-frequency lift, which can be a hindrance with digital recording, helped to combat the inevitable loss of top end that comes with the recording format.

Recording Vocals

In 1985, as now, the most important part of any pop track was the vocals, but the number of products targeted specially at recording and mixing the human voice has mushroomed since the ’80s. As well as the aforementioned ‘voice channels’, most of us probably have access to pitch- and time-correction, de-essing and other vocal-oriented effects, not to mention unlimited recording tracks with advanced editing and comping tools. So it was an interesting experience recording vocals to a single track, with options limited only to ‘keep it’ and ‘do it again’. In practice, though, we quickly got used to the approach of working through the song, recording a verse at a time and performing drop-ins to correct any dodgy lines. Once again, it meant committing to a take straight away rather than putting off the decision until mixdown, but although my final vocal performance had plenty of ropey bits in it, that was more to do with lack of time and an over-ambitious harmony part than with the limitations of the recording process.
The ’80s was arguably the golden age of the pop duet — who can forget such gems as ‘Don’t Give Up’, ‘Up Where We Belong’ or, er, ‘Especially For You’? — and our song lent itself fairly naturally to this treatment. The two vocalists were, however, recorded separately: not an uncommon procedure when a home studio may perhaps have had only one good microphone.

Completing The Jigsaw

Nell Glasper, Sound On Sound’s Production Editor, is a fine singer of traditional and contemporary folk music, but soon locked on to the necessary ‘detached’ vocal style required of the female lead here. With Nell’s main vocal down, we were faced with a dilemma. We wanted the female vocal to be doubled, but we had run out of working tracks! So we took the bold decision to erase the acoustic guitar, which seemed a bit less crucial to the arrangement once the vocals were in place. It was a decision we never regretted: Nell’s accurate double perfectly captured the full ‘80s ‘disinterested vocalist’ effect. The only place where the acoustic guitar was really missed was in the middle eight, where one of Dave’s electric parts did not play, so with some nifty drop-in work we were able to reincorporate a new take just for this section.
That chorus-y double-tracked sound is very characteristic of ’80s pop production, so we decided to try the same trick on the bass. Elsewhere in the song, the synth bass was a pretty dull pedal-note affair, but we’d come up with quite a nice melodic line for the middle eight, and there was a gap in the male vocal part at this point, so we supplied Chris Korff with a fretless MusicMan and set him to work.
With a bit of imagination, it’s surprising how much you can fit on to a handful of tape tracks, and had we been working on the song for longer, I’m sure we’d have come up with more ideas to squeeze into unused corners of the arrangement. With a deadline looming, though, we decided it was time to integrate the one piece of ’80s music technology we hadn’t yet exploited: FX’s Akai S950 sampler. Although we had a decent supply of 3.5-inch floppy disks, what we didn’t have was the factory library or indeed any sounds for the unit, so Reviews Editor David Glasper was assigned the unenviable task of programming something from scratch. There wasn’t a pressing need for additional musical elements in the song, so he chose to reinforce the lyrical theme by sampling and manipulating some classic ’80s video-game sounds (see box), which we integrated mainly into the fade at the end.
Finally, it was News Editor Will Betts who supplied the finishing touches to our track, with a couple of magnificent orchestral stabs and a virtuoso General MIDI helicopter solo — anachronistic perhaps, but very, very ’80s in sound. It was time to mix.

All Hands On Deck

The very idea of a separate mix stage has become unfamiliar in the DAW world, and it’s perhaps in mixing above all that the difference between old and new emerged most clearly. In a computer-based system we have complete freedom to EQ, compress, effect and automate every last shake of a tambourine or pluck of a string, and often enough, we start to do this as soon as the tracks are laid down, safe in the knowledge that everything can be ripped out and changed at a moment’s notice.
In our ’80s home studio, by contrast, we had a pair of Yamaha REV7 reverbs (although we used only one of them), a guitar pedal set up as a global mono delay, and a four-channel Aphex compressor. The Soundcraft desk has fixed four-band EQ on every channel, but no master EQ at all; it does at least have master bus inserts, though, so we were able to set two bands of the Aphex up as a bus compressor, while a third did its best to iron out the inconsistencies in my vocal performance.

In the DAW world, everything we do at the mix can be automated, edited and stored for later recall. Mixing on an analogue desk is much more like a musical performance, and the same recording of the same song will come out differently every time. Luckily, we had plenty of hands available to man the faders, and our MIDI arrangement was sufficiently developed that few fader moves were required in that department. However, two of the TR707 sounds we were using — the handclaps and the tambourine — shared an output, and one seemed much louder than the other, so Nell was deployed to adjust the tiny onboard slider that controlled their level. As the sources most in need of fader riding, the vocals each got their own operator, while Chris Korff was deputed to add spacey delays to the video-game samples.
After a number of rehearsal passes, we had come up with a fairly detailed map of the song with levels for each section. Even then, we had to do four or five ‘takes’ of the final mix before we got one that we were satisfied with; the difference between something’s sitting at the right level and its being noticeably too loud or quiet could be as little as a couple of millimetres of fader travel. Knowing that the song would eventually need to end up in the digital domain if anyone was to hear it, we cheated slightly and recorded the master to a Mac as a 24-bit WAV, as well as to DAT and cassette, for the sake of authenticity. The latter sounded a lot better than a lo-res MP3.

What Did We Learn?

Between us, the SOS staff who participated in this project can look back on more than a century of home-studio recording experience. Yet apart from Dave Lockwood, none of us have first-hand experience of the studio world into which SOS was born three decades ago. If there’s one thing that our attempt to recreate this world brought home, it’s that music technology has always been the tail that wags the dog. Working with an ’80s studio makes crystal clear why so much ’80s music sounds as it does! Machine-like, hard-quantised backing tracks; arrangements given life by MIDI mutes rather than human performance variation; unconvincing synthetic recreations of real instruments; digital reverb as a sticking plaster to cover up all sorts of evils: so many of the characteristic qualities of ’80s records came about not because they were intrinsically desirable, but because they represented the path of least resistance given the technology of the time. It would have been far harder to use our ’80s home studio to make music that didn’t recall that decade.
Today’s music technology is infinitely more powerful, and the ways in which it shapes our music are perhaps more subtle — but are we any closer to being its masters than was the case 30 years ago? Or does today’s technology merely push us in different directions?
Thanks to FX Rentals for supplying the instruments used in this feature

https://www.soundonsound.com/techniques/recreating-80s-home-studio-experience?fbclid=IwAR04Q4q4gY5RI0K6d39gytXrz6EghLuQz-oEKgMdjTse1T9El9_6KaKa6Bw